- εὔβρωτος
- εὔβρωτος, ον,A good to eat, Str.17.1.51;
πρὸς ξηροφαγίαν Ath.3.113b
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρὸς ξηροφαγίαν Ath.3.113b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύβρωτος — εὔβρωτος, ον (Α) ο καλός για φάγωμα («εὔβρωτος πρὸς ξηροφαγίαν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βρωτός (< βιβρώσκω)] … Dictionary of Greek
εὔβρωτος — good to eat masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔβρωτον — εὔβρωτος good to eat masc/fem acc sg εὔβρωτος good to eat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔβρωτα — εὔβρωτος good to eat neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)